- ανταπερυκω
- ἀνταπερύκωἀντ-απερύκω(с другой стороны) отталкивать от себя
(τινὰ φιλεῖν μέν, τινὰ δέ ἀ. Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινὰ φιλεῖν μέν, τινὰ δέ ἀ. Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ … Dictionary of Greek
ἀνταπερύκεις — ἀνταπερύ̱κεις , ἀνταπερύκω keep off in turn pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)